- διαπειρώμαι
- διαπειρῶμαι (-άομαι) (Α) [πειρώμαι]1. δοκιμάζω κάποιον ή κάτι2. προσπαθώ, επιχειρώ με επιμονή3. προσπαθώ να δωροδοκήσω4. γνωρίζω καλά, έχω πείρα σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπειρῶμαι — διαπειράομαι make trial pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διαπειράομαι make trial pres ind mp 1st sg διαπειράομαι make trial pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) διαπειράομαι make trial pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπειρα — ἀνάπειρα, η (Α) 1. δοκιμή, πρόβα 2. στον πληθ. aἱ ἀνάπηραι ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια 3. κατά τον Ησύχιο, «ρυθμός αυλητικός» [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. διάπειρα < διαπειρῶμαι)] … Dictionary of Greek